χαλκωματάς

χαλκωματάς

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χαλκωματάς" в других словарях:

  • χαλκωματάς — ο / χαλκωματᾱς, ΝΑ, και χαρκωματάς Ν, και χαρκωματᾱς Α χαλκουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα, χαλκώματος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. πλακουντ ᾶς, σαγματ ᾶς)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκωματάς — ο αυτός που κατασκευάζει χαλκωματά, χαλκιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπακιρτζής — ο αυτός που κατασκευάζει μπακιρικά, χάλκινα μαγειρικά σκεύη, ο χαλκωματάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bakirci] …   Dictionary of Greek

  • χαλκουργός — ο / χαλκουργός, όν, ΝΜΑ αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την κατεργασία τού χαλκού, με την κατασκευή χάλκινων αντικειμένων, χαλκεύς, χαλκωματάς αρχ. αυτός που παράγει χαλκό («χαλκουργὰ μέταλλα», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ουργός… …   Dictionary of Greek

  • χαλκωμάς — ᾱτος, ὁ, Α χαλκωματουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα + κατάλ. ᾶς (πρβλ. πλακουντ ᾶς, χαλκ ᾶς). Η λ. αποτελεί συντμ. τ. τής λ. χαλκωματᾶς*] …   Dictionary of Greek

  • χαλκωματάδικο — και χαρκωματάδικο, το, Ν χαλκουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαλκωματαδ τού πληθ. χαλκωματάδες τής λ. χαλκωματάς + κατάλ. ικο (πρβλ. γαλατάδ ικο)] …   Dictionary of Greek

  • χαρκωματάς — ο / χαρκωματᾱς, ΝΑ βλ. χαλκωματάς …   Dictionary of Greek

  • μπακιρτζής — ο (λ. τουρκ.), αυτός που κατασκευάζει μαγειρικά σκεύη από χαλκό, ο χαλκωματάς: Το επάγγελμα του μπακιρτζή έχει σχεδόν εκλείψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλκιάς — ο τεχνίτης που κατεργάζεται το χαλκό, χαλκουργός, χαλκωματάς: Ο άντρας της είναι χαλκιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»